- κατεγγυώ
- κατεγγυῶ, -άω (Α)1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ' ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.)2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν πρὸς τῷ πολεμάρχῳ», Δημοσθ. β. «πρὸς εἴκοσι τάλαντα κατεγγυήσας ἐκέλευεν», Πολ.)3. ενεργώ κατάσχεση, κατάσχω4. λαμβάνω υπό την κατοχή μου ως εγγύηση ή ασφάλεια («ὑπὲρ ἀργυρίου τὴν ναῡν κατεγγυῶ καὶ τοὺς παῑδας», Δημοσθ.)5. μτφ. υποχρεώνω6. παθ. κατεγγυῶμαι, -άομαιαναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι («πολλοὺς κατεγγυηθήσεσθαι καὶ σπουδάσειν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῑν αὐτήν», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεγγύη. Κατ' άλλη άποψη όμως η σχέση παραγωγής είναι αντίστροφη (βλ. λ. εγγύη), οπότε < κατ(α)-* + ἐγγυῶ «εγγυώμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.